Μύριζαν χέρια απόψε τα χιλιάρικα καθώς τα είχαν νοτίσει οι πρώτες στάλες στην πλατεία τσέπη αλλάζοντας. Φορτίο χοντρό τα μάρμαρα κι ο θηριώδης Ηρακλής πάτησε μίζα και τον ξύπνησε τον ιπποπόταμό του-Scania Vabis. Ντεπόζιτο φουλαρισμένο, προορισμός Αθήνα.
Ας πάρω αυτά τα δύο φαντάρια μέχρι Άρτα. Νά ’σαι καλά πατριώτη, καλό δρόμο, παίρνει δρόμο αφήνει, πώς γλυκαίνει το αίμα του πριν φτάσει Αγρίνιο. Διανυκτερεύει το ουζερί κι εκείνο το ξανθό, το «νταλικιέρικο» που λέμε στο σινάφι μας, διανυκτερεύει. Πατώντας το κουμπί, «Μπαμπά μην τρέχεις», τελευταία εικόνα η Βάσω του πριν πέσει πίσω όλο το κάθισμα και κήποι, λευκοί κήποι κήποι όλο το μάρμαρο κορμάκι το Μαράκι στις χερούκλες του, το μαρμαράκι.
Τρυφερά τώρα γδύνει το σάντουιτς της Βασούλας και δαγκώνει και γκαζάρει και χορεύουνε τα μάρμαρα κι Αντίρριο-Ρίο και Πόλυ Πάνου Αίγιο και Γαβαλάς Ισθμός, παλιά Εθνική κασέτες και κορδέλες κι ας ανοίξω το ραδιόφωνο...
...που εγώ προσκαλεσμένος σου διαβάζω ποιήματα για τους ξενυχτισμένους και λέμε καλαμπούρια απ’ το Σταθμό, μας παίρνουνε τηλέφωνα ρωτάνε, λίγη μουσική και πάλι ποιήματα, κι εκείνο το «κρανίο φορτίο με μάρμαρα» μέσα στην υγρασία στη σκάλα των FM και στη δική σου νύστα την Κακιά τη Σκάλα με πρωτάκουσες, βρε τι μαλάκες είπες, πήγες να γυρίσεις το κουμπί, μη φεύγεις Ηρακλή για σένα γράφτηκε μη φεύγεις και καρφώνεσαι στ’ αλατισμένα βράχια μ΄ένα κομμάτι μάρμαρο ερτζιανό στο σβέρκο και το κεφάλι σου μπηγμένο μες στο ράδιο ένα κρανίο αίματα και ποιήματα....
(Το ποίημα το έμαθα την άλλη μέρα απ’ τις εφημερίδες)