Κάποια νύχτα με τον Δημήτρη Χριστοδούλου είχαμε ξεμείνει στην "Σπηλιά του Παρασκευά", ένα ωραιότατο μαγαζί, χτισμένο σ' ένα βράχο πάνω στη θάλασσα. Το πρόγραμμα είχε τελειώσει, ο Χιώτης έτρωγε δίπλα μας σ' ένα τραπέζι με κάποιους μουσικούς, ενώ οι σεριβιτόροι μάζευαν τις καρέκλες. Τότε μπουκάρει μέσα ο Ζαμπέτας, βαρυφορτωμένος κι ανεξιχνίαστος. Κοίταξε τον Χιώτη και τον Χριστοδούλου, ανέβηκε στο πάλκο, άνοιξε τη θήκη του Χιώτη και πήρε το μπουζούκι του, κάθισε, κοίταξε τη θάλασσα και άρχισε να παίζει, χωρίς ενισχυτές, σκέτο μπουζούκι, φυσικό. Ο κιθαρίστας του Χιώτη έκανε να σηκωθεί να πάει να βοηθήσει, αλλά ο Χιώτης τον σταμάτησε: "άστον μόνο του, έτσι γουστάρει". Έπαιξε ένα ταξίμι που κράτησε περίπου 40 λεπτά, όπως μου είπανε μετά, γιατί ο χρόνος είχε σταματήσει όσο έπαιζε. Οι μουσικοί, ο Χιώτης ,εμείς, τα γκαρσόνια, όλοι κλαίγαμε. Είχε χαράξει πια κι ένα μεγάλο καράβι έμπαινε στο λιμάνι λουσμένο στο φως του πρώτου ήλιου, έμπαινε αργά, σεβαστικά, στις μύτες των ποδιών, να μην ενοχλήσει τον νταλγκά του Γιώργου. Τότε λέω του Χριστοδούλου: "ποιητή και τώρα να πεθάνω δε με πειράζει καθόλου". Όλοι με κοίταξαν και μετά κοίταξαν τον Ζαμπέτα. Εκείνος κοιτούσε το καράβι και έπαιζε. Καμιά φορά θυμάμαι αυτά πολύ έντονα και κλαίω. Λένε πως οι ανήμποροι γέροι κλαίνε συχνά σα μωρά παιδιά. Φαίνεται πως όλες οι ηλικίες μέσα μου στριμώχνονται στην εξώπορτα για να βγουν, εγώ βραχυκυκλώνω και κάθομαι αμίλητος για πολύ ώρα. Ούτε και ξέρω τι με περιμένει. Κολυμπώ σ' ένα αρχιπέλαγος μουσικών αναμνήσεων και ξαποσταίνω σε βραχονησίδες καθημερινής λογικής. Όπως λέει κι ο Ελύτης, φαίνεται το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε, πάει το ξόδεψα όλο. Άραγε να με νοσταλγεί κανείς;
απόσπασμα ,από το περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι, τ. 27. Ο πίνακας της ανάρτησης έργο του Τ. Τζίφα.