Τους είχα δώσει παραγγελία για κάτι έπιπλα. Και τα μισά λεφτά μπροστά, γύρω στα 500 ευρώ. Από τότε εξαφανιστήκανε. Τι τηλέφωνα, τι υποσχέσεις «ναι, το απόγευμα θα είμαστε εκεί», και ποτέ δεν ήτανε, τι «αύριο οριστικά ερχόμαστε», αλλά ποτέ δεν έρχονταν. Τράβηξε η ιστορία, σιχτίρισα την ώρα και τη στιγμή που τους εμπιστεύτηκα. Τσακωμοί, απειλές από τη μεριά μου «μην πατήσετε το πόδι σας σπίτι» ή «φέρτε τα για να τα σπάσω μπροστά σας»... Αναπόφευκτα...Τελικά μετά από ένα εξάμηνο, οκτώ το πρωί κτυπήσανε το κουδούνι. Αμίλητος, άνοιξα μόνο την πόρτα. Μπήκανε μέσα, αμίλητοι επίσης. Δεν με κοιτάζανε. Δεν τους κοίταζα. Δεν είπα καλημέρα. Δεν είπανε καλημέρα. Άρχισαν να κουβαλάνε, έβαλα μουσική να κόψω κάθε περιθώριο επικοινωνίας. Μουσαφιραίοι είμαστε και δε θέλω να κλαις και τα παλιά τα σφάλματά μου και πάει λέγοντας. Μετά από λίγο μουρμουρίζει ο μεγαλύτερος μέσ'απ' τα δόντια του: «να σε ρωτήσω κάτι; Μήπως έχεις εκείνο που λέει τα βάσανα με ζώσανε;». Για πολλά μπορούμε να πούμε ψέματα και να αρνηθούμε, αλλά όχι και για τη Φωτεινή Μαυράκη. Είπα «ναι, το έχω» και το έβαλα χωρίς να περιμένω δεύτερη κουβέντα. Μετά από κανά δίωρο τελείωσαν τη δουλειά. Φύγανε στις πέντε το απόγευμα. Δεν μου ζήτησαν τα υπόλοιπα χρήματα, και όταν κάτι πήγα να τους πω στις σκάλες, γύρισε, πάντα ο μεγαλύτερος, και με έκοψε: «άκου να δεις. Γι’ αυτό το τραγούδι ακούμπησα στη Μαυράκη εφτακόσια χιλιάρικα σε ένα βράδυ. Να την ακούω να το λέει». Είχε ήδη ξεμακρύνει όταν με έπιασε ο άλλος, ο πιο νέος, απολογητικά: «μην τον παρεξηγείς για την αργοπορία. Πριν από λίγο καιρό έχασε το εγγονάκι του, σε τροχαίο».