Ακόμη ηχεί στ' αυτιά μου ο ήχος των τζουκ μποξ από τα γειτονικά σφαιριστήρια που έπαιζαν στη διαπασών τραγούδια λαϊκά, τραγούδια έξαψης. Εγώ ριγμένος στα βιβλία πάνω στο τραπέζι, περνούσα τις μέρες διαβάζοντας τα μαθήματα του Γυμνασίου. Τα βιβλία του Ηρόδοτου, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα επικοινωνούσαν με τα λόγια των τραγουδιών σ' αυτή τη γειτονιά του Πειραιά, όπου είχαμε μετακομίσει από το 1961. Οι περιγραφές της μάχης, της ζωής των βασιλέων, των πλουσίων και των φτωχών, ενώνονταν σε μια φανταστική πυραμίδα πάνω από την κεφαλή μου με τα λόγια των τραγουδιών που μιλούσαν για θάνατο, χωρισμούς, αρρώστιες και πόνο.
Αυτά τα τραγούδια κυριαρχούσαν με τις φωνές των μοιραίων τραγουδιστών που έπαιζαν άλλοτε τον ρόλο ιερέων, ψαλτών ή δασκάλων της ζωής. Η περιγραφή του έρωτα, η περιγραφή των χωρισμών ήταν το πιο μεγάλο τους στοίχημα. Συνθέτης και στιχουργός έκαναν καντάτες εξορκισμού, για να μην ξανασυμβεί ποτέ. Αυτό. Να χωρίσουν. Κι όμως γινόταν ξανά. Να χωρίζουν.
Ο Καλδάρας είναι ο βασιλιάς των λυπημένων τραγουδιών που αγάπησα. Και οδηγήθηκα στα λούνα παρκ, παιδί, μοιραία. Όλα όσα είδα αργότερα μπροστά μου, στη ζωή, είχαν περάσει από το μαγικό ταξίδι που μου είχαν δώσει τα τραγούδια του. Η λύση μου δόθηκε, το ταξίδι μετρούσε. Και το μηδέν. Που αργότερα λάτρεψα.
Έβλεπα τα ονόματα Χασκίλ, Μπέλλου, Παγιουμτζή, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Μενιδιάτη, Καζαντζίδη στα όνειρά μου να με συγκρατούν. Να με παιδεύουν. Να με εκπαιδεύουν. Οι μοιραίες φωνές τους στον ύπνο μου μού φαίνονταν κλήσεις από τη Σφίγγα, τη Μοίρα. Και βγήκα, μ' αυτά δάσκαλο, στη ζωή.
Και περπάτησα.
Υ.Γ.1 Σκέφτομαι πως το ποίημά μου "Πήγα σήμερα στους βράχους", από τη συλλογή Τα μαύρα τακούνια, του 1979, είναι παιδί αυτής της μόρφωσης κοντά τους.
Υ.Γ.2 Απέξω ήρχοντο οι φωνές κάτι εργατών-λέει ο Καβάφης. Προφανώς άκουγαν και Καλδάρα.