Statcounter

να μας φυλάει ο Θεός από τον λαϊκό που ξέπεσε στη δημοσιογραφία

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

τα εντός μου αγρίμια


Όταν ήρθε απ' το χωριό, έφτιαξε το μαγαζί στη Βάθης. Ψιλικατζίδικο. Απ' τις εφημερίδες που πουλούσε έμαθε γράμματα, για να μην τον κλέβουν οι πελάτες και να μη ξεγελάει και κείνος τους πελάτες του. Έκλεινε το βράδυ, αφού έφευγε το τελευταίο δρομολόγιο από το τέρμα του αστικού απέναντι. Εργένης στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, παντρεύτηκε αργά, να μη λυπούνται οι γονείς του πως όταν πέθαιναν θα 'μενε μόνος. Τον θυμάμαι το βράδυ που αρραβωνιάστηκε να 'χει μεθύσει τόσο γλυκά, και μια αδερφή του να τον έχει πάρει αγκαζέ, να περπατάνε στον ανήφορο και να της λέει μόνο "ρε ξέρεις πόσες γκόμενες είχα εγώ; Να παντρευτώ; " Έκλεινε βράδυ, γυρνούσε στο διαμέρισμα για λίγο, κάτι να φάει, κι έφευγε για τ' "Αγρίμια" λίγο πιο κάτω. Λες κι έβγαινε ξανά στην πλατεία του χωριού. Ήξερε όλα τα σχήματα που είχαν εφανιστεί εκεί, θυμότανε με ακρίβεια τους μουσικούς και τους αξιολογούσε με ένα αισθητήριο ανεπανάληπτο, ποιος ήταν πιο καλός από τον άλλονα και γιατί. Είχα σταματήσει να πηγαίνω να τον βλέπω. Ένα απόγευμα όμως βρέθηκα σε ένα σεμινάριο λακανιστών σε μια πολυκατοικία δίπλα σχεδόν από το μαγαζί. Μου ζήτησε ο υπεύθυνος τα χρήματα της συνδρομής, και όταν έβγαλα να τον πληρώσω είπε ότι δεν έχει ρέστα. "Τι θα κάνουμε; " "Ασε, του λέω. Πάω να χαλάσω στο ψιλικατζίδικο". Πήγα. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Δώσαμε τα χέρια. Γύρισα πίσω, έδωσα στον άλλο τα χρήματά του. "Πώς τα κατάφερες; " με ρώτησε. "Συνήθως δε χαλάνε τέτοια ποσά". Εκείνη τη στιγμή εμπιστεύτηκα περισσότερο το δημοτικό τραγούδι και την επαρχία που με φερε ως εκεί από τον Λακάν.Δεν ξαναπάτησα.