Εδώ οι γερόντοι το μασάνε, στο μαρκούτσι
μες στου νησιού τον καφενέ,
κι εκεί στο σέρνουν σεβνταλίδικο αμανέ
των φορτηγών οι μούτσοι:
μες στου νησιού τον καφενέ,
κι εκεί στο σέρνουν σεβνταλίδικο αμανέ
των φορτηγών οι μούτσοι:
"Την τσακώσαν ψες το βράδυ την Αννιώ
να φιλιέται μ' ένα νιό..."
να φιλιέται μ' ένα νιό..."
Και το παίρνουνε οι ώρες απ' τις ώρες,
απ' τα χρόνια τα παλιά:
"τα ξανθά της, τα ξανθά της τα μαλλιά"
τραγουδάνε οι μούτσοι μες στις πλώρες.
Και το πήρανε, το πήγανε ως την Πόλη
κι ως την Άπω Ανατολή.
Τραγουδάμε- λαγούτο με βιολί-
και γιομίζει απ' το σκοπό του η κάθε σκόλη.
Όλους τους καημούς μας της Αννιώς,
τα μεράκια μας για κάποιαν που αγαπούμε,
τις χαρές μας ούλες της Αννιώς
θαν τις πούμε.
Και δεν πέθανε ούτε γέρασεν η Αννιώ.
Ο καθένας μας για κάποιαν που αγαπά
-για του κάπελα την κόρη, το Ρηνιώ,
κι άλλος για την κόρη του παπά-
θα τον πει τον ακατάλυτο σκοπό:
"Ρίξε το μαχαίρι κι ας κοπώ..."
Τριγυρνάνε του νησιού μας τα παιδιά
και μεθούν την Κυριακή στη γειτονιά της·
ράβει η κόρη στο χαγιάτι τα προικιά της
και περνούνε του νησιού μας τα παιδιά
με στραβά ριγμένη την τραγιάσκα...
-Πήγαν του νησιού μας τα παιδιά
ναν της φέρουνε χρυσάφι απ' την Αλάσκα.