Statcounter

να μας φυλάει ο Θεός από τον λαϊκό που ξέπεσε στη δημοσιογραφία

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Ένας ήταν ο Σαλέας: μικρή μνήμη ενός μεγάλου σολίστα, του Θωμά Γκόρπα



...Όταν μαθεύτηκε πως ο Σαλέας πέθανε, μαζεύτηκαν στα Νέα Λιόσια όπου έμενε πολλοί γύφτοι κι ομότεχνοί του. Στερνή του θέληση: θα με πάτε στα κλαρίνα...Και τον πήγανε. Από το σπίτι του στην εκκλησία τον πήγανε παίζοντας πέντε κλαρίνα. Όλα φημισμένα. Όλα της φάρας του. Το ίδιο και στο νεκροταφείο. Πέντε κλαρίνα παίζαν πάνω στον τάφο του! Ένας γνήσιος λαϊκός μουσικός χάθηκε. Και φυσικά κανέας δεν σκοτίστηκε! Ήτανε γύφτος...Και φυσικά, και τα δέκα χρόνια από το θάνατό του, επίσης κανείς δεν σκοτίστηκε. [...] 
Ο μεγάλος σολίστας του κλαρίνου, ο πιο μεγάλος μετά τον πόλεμο, κι ένας απ' τους μεγαλύτερους που έπαιξαν σ' αυτόν εδώ τον τόπο μαζί με τον Νικολό Σουλεϊμάνη, τον Κώστα Φουσκομπούκα ή Μόσχο, τον Χαράλαμπο Μαργέλη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1929 και πέθανε στην Αθήνα το 1972-στις 17 Νοεμβρίου. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος ή Σαλέας, φύτρα μουσικής οικογένειας γύφτων, ήταν ακόμη σημαντικός συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής. Και ήταν από τους πρώτους που έπαιξαν με μικτά λαϊκόδημοτικά συγκροτήματα, 8 και 10 όργανα ορχήστρα, από τους πρώτους που έπαιξαν στο πάλκο και στο στούντιο για το ρεμπέτικο, της τελευταίας περιόδου. 
Η μεγάλη τέχνη του διασώζεται, εκτός από τις εκατοντάδες δίσκους, ανάμεσα στους οποίους και τα φανταστικά σόλο του: Ταξίμι χιτζ΄'αζ, ταξίμι ραστ, Τισφτετέλι και Μιμινλτερίν, σε μαγνητοταινίες του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Μουσικής, που έγιναν στο Μεσολόγγι το 1957 και σ' εκείνες που βρίσκονται στο μουσικό αρχείο του λαογράφου Κ.Σ. Κώνστα. 
Ο "στρατάρχης" του κλαρίνου, όπως τον φώναζαν οι ομότεχνοί του, έπαιξε σε μεγάλα πάλκα, παντού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συνεργάστηκε μ' όλα τα μεγάλα ονόματα του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού, μετά το 1950 και με τον Καζαντζίδη. Και μαζί μ' αυτόν υπήρξε όσο κανείς άλλος αγαπητός στο μεγάλο κοινό. Όσα χρήματα και δόξα μάζεψε ο Καζαντζίδης μάζεψε κι ο Σαλέας. 
Η ζωή του Σαλέα υπήρξε περιπετειώδης και συνταρακτική, κλυδωνιζόμενη πάντα από μεγάλα πάθη, ανταρσίες και γενναιοφροσύνες: τα λεφτά του τα έπινε, τα γλεντούσε, τα μοίραζε: στη γυφτιά, στους αναξιοπαθείς συναδέλφους του...Ήταν ο ανεγνωρισμένος "βασιλιάς" της φάρας, δια της λαϊκής βουής- επανειλημμένα του προτάθηκε ο επίσημος τίτλος. Δεν τον δέχτηκε, τι να τον έκανε, διατηρούσε τον ίδιο στον κοσμο των κλαρινοπαικτών ως το θάνατό του...
Ξεκίνησε από καλαμένια φλογέρα, πέρασε στον ζουρνά κι έφτασε στο κλαρίνο έχοντας δασκάλους τον Θόδωρο Αντωνόπουλο (1890-1957) και τον Χαράλαμπο Μαργέλη (1895-1954). Στα δεκάξη του, στα δεκαεφτά του, ήταν κιόλας φημισμένος και ανεπανάληπτος, μεγάλο αστέρι στα πανηγύρια της Ρούμελης και του Μοριά, στα μεγάλα καμπαρέ του Μεσολογγίου, του Αγρινίου και της Άρτας.
Και κάτι ακόμη: ο Σαλέας υπήρξε το σκληρό ροκ στην μεταπολεμική δημοτική και λαϊκή μουσική. Ροκ και σαν στυλ κλαρινοπαίκτη και σαν αντίληψη για τη μουσική διασκέδαση. Ο Σαλέας...Αναρχικός, ασυμβίβαστος, εκρηκτικός. Ανέβαζε στο πάλκο τους θαμώνες ή κατέβαινε αυτός κοντά τους. Ξημέρωνε στο πάλκο παίζοντας με το στόμιο σκοτεινές, παράξενες μουσικές που μόνο αυτός ήξερε, που δεν ξανακούστηκαν ποτέ πια, μετά από εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα.
Αυτός που σ' όλη του τη ζωή σκόρπαγε και σπαταλούσε τον εαυτό του, την τέχνη του και τα λεφτά του, κηδεύτηκε, φυσικά, με έρανο. 
Πεθαίνοντας είχε αυτοσχεδιάσει: 

Ο ήλιος εβασίλεψε, έπεσε η αυλαία
Κι ο Χάρος κόβει τη ζωή του ξακουστού Σαλέα

Και σ΄ένα από τα πολλά τραγούδια που έγιναν δίσκοι, αφιερωμένα στη μνήμη και στην τέχνη του ακούμε: 

Ένας ήταν ο Σαλέας
στην Ελλάδα, βρε παιδιά,
όταν έπαιζε κλαρίνο
αναστέναζε η καρδιά. 

(14-1-1983)