Statcounter

να μας φυλάει ο Θεός από τον λαϊκό που ξέπεσε στη δημοσιογραφία

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Οι επικίνδυνες μούσες του Κώστα Ριτσώνη


Θα ήθελα να αποφύγω τα ονόματα, τους χρόνους των ρημάτων και την αιτία αυτής της εκδήλωσης όπως και της παρουσίας μου εδώ σήμερα. Ας μιλήσουμε χωρίς συνοχή, βρε αδερφέ. Ας υποκριθούμε ότι πατάμε δεσμούς στο διαδίκτυο και ο ένας να μας πηγαίνει στον άλλο, μήπως και σχηματίσουμε ως υπερκείμενο – πλέον- το πρόσωπό του φίλου μας. Διαβάζω μετά από καιρό την μεταξύ μας αλληλογραφία. Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Μια αλληλογραφία που ξεκίνησε περίπου το 2011 και συνεχίστηκε αδιαλείπτως μέχρι σχεδόν το περασμένο καλοκαίρι. Σε συνδυασμό με μηνύματα στο φέισμπουκ και με τηλεφωνήματα. Ανακαλύπτω αίφνης πράγματα που δεν τα είχα επισημάνει τότε, και - αν τα είχα επισημάνει -δεν τους είχα δώσει την αξία που θα έπρεπε. 

Το πρώτο είναι πως με αποκαλούσε άλλοτε "x2", άλλοτε «ντελμπεντέρη» (όχι «ντερμπεντέρη» ίσως για να μην ησυχάζουν οι λογοτεχνικές του παραπομπές, εδώ με την υπόμνηση του Εφταλιώτη), άλλοτε «Νίκο του Μέγα Λαϊκού», κάποτε «γλετζέ, ρεμπέτη» ή με χαιρετούσε με τη φράση «γειά σου Νίκο με τα μεράκια σου». Σπάνια σκέτα με το όνομά μου- και τότε υποπτευόμουν πως ήταν άκεφος. Δεν είχε καταλήξει σε κάτι σταθερό. Με τον καιρό κατάλαβα πως - πιστός στην περιεκτικότητα του ρεμπέτικου - κατάφερνε η ουσία σχεδόν των όσων μου έλεγε να βρίσκεται στην προσφώνηση: άλλα εννοούσε έτσι, άλλα εννοούσε αλλιώς. Τη μια με καλόπιανε, την άλλη με επέπληττε. Μερικές φορές ζητούσε έμμεσα και υπαινικτικά μια συνάντηση ή βραδινή έξοδο σε μπουζουξίδικο και περίμενε να «τσιμπήσω». Χρησιμοποιούσε τις προσφωνήσεις όπως τα παρατσούκλια η «πιάτσα» σε άλλες εποχές, οι όπως οι αρχαίοι τα ονόματά τους: ως δηλωτικά μιας στάσης, μιας συμπεριφοράς, ενδεχομένως και ολόκληρης της ζωής.

Όταν προγραμματίζαμε την εκπομπή για το Radiobubble τρόμαξα να τον πείσω ότι ο σταθμός δεν λεγόταν «Ράδιο Μπάμπης». Το θεωρούσε αυτονόητο ότι εκπομπή με λαϊκά τραγούδια δε θα μπορούσε να έχει άλλη επωνυμία, ειδικά αγγλόφωνη. Μια δεύτερη επισήμανση: αντιμετώπιζε το διαδίκτυο αλλά και όλους μας συνολικά απολύτως σοβαρά, ίσως πιο σοβαρά απ’ όσο περιμέναμε ή αντιμετωπίζαμε κι εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 2013 «Μου ζήτησαν να γράψω βιογραφικό για την Βικιπέδια. Αναφέρω και το Μέγα Λαϊκό. Καλά δεν έκανα;» Πρόσφατα επιβεβαίωσα την ύπαρξη αυτού του μάλλον φτωχού λήμματος στην Βικιπέδια και επίσης ότι είχε κάνει αυτό που είχε πει: ανάμεσα στις άλλες συνεργασίες του με περιοδικά, δικτυακούς τόπους κλπ, είχε αναφέρει και το ιστολόγιο «Μέγα Λαϊκό». Και μάλιστα ζητώντας μου την άδεια. 

Με την ίδια σοβαρότητα και υπευθυνότητα που αντιμετώπιζε τα ιστολόγια και τις αναρτήσεις αντιμετώπιζε, και τις κατά καιρούς παρεξηγήσεις καθώς ο ίδιος ήταν αληθινά και ουσιαστικά ευγενικός. Δεν υπήρχε περίπτωση να του προσφέρει κάποιος το ελάχιστο ή το αυτονότητο, ας πούμε την ανάρτηση ενός ωραίου δικού του ποιήματος, και να μην ακούσει «ευχαριστώ». Δεν υπήρχε περίπτωση επίσης να δημοσιεύσει κάποιος κάτι, τουλάχιστον κάποιος από εκείνους που τον ενδιέφεραν, και να μην μπει στον κόπο να στείλει ένα μήνυμα με δυο λόγια: «ωραία ανάρτηση», «συνεχίστε», «συγχαρητήρια» και τα σχετικά. Και δεν είναι αυτονόητο κάτι τέτοιο σε ένα λογοτεχνικό τοπίο με τους πάσης φύσεως παρτάκηδες και τα έστω ταλαντούχα κωλόπαιδα που θεωρούν ότι τους χρωστάς ακόμη κι όταν τους ανοίγεις ένα δρόμο. Ειδικά για κείμενα που αφορούσαν το λαϊκό τραγούδι υπερθεμάτιζε. Τα θεωρούσε «μια νίκη», δικά του λόγια είναι αυτά. Ενθουσιαζόταν. Ευχόταν «Να ζήσουν τα παλιά πικάπ». 

Είπα πως ήταν ευγενής: ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε, και έδειχνε πως ξέρει λιγότερα από όσα μάθαινε. Μέσα σ’ ένα χώρο γεμάτο φήμες και διαδόσεις, ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Δεν μπήκε ποτέ στην ταλαιπωρία να μεταφέρει κάτι. Μόνο μια στιγμή τον είδα να παραβιάζει αυτόν τον κανόνα αναφερόμενος στην παρ’ ολίγον συνεργασία του με ένα περιοδικό, στο οποίο έστειλε ποιήματα και δεν του απάντησαν ποτέ. Τότε, Οκτώβριος 2011, είχε σχολιάσει σε ένα του μήνυμα μονολεκτικά «σνομπάρισμα». Νέτα σκέτα. Απέναντι σε όσα κατά καιρούς συνέβαιναν φαινόταν ότι τον Κώστα πλέον δεν τον εξέπληττε η ζωή. Τον μάγευε, σχεδόν υπνωτιστικά, ή τον στενοχωρούσε. Από εκείνη τη ματαιωμένη συνεργασία που δεν άφησε να φανεί πως τον πίκρανε επιτρέψτε μου να διαβάσω δυο ποιήματα

Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη
για να βγάλω το μικρό μπεγλέρι
κι ο κουτσός που ζητιάνευε
ριγμένος στο πεζοδρόμιο
νόμισε πως θα του έριχνα
τον οβολό μου
*
Τελείως άτονο
το ποίημα που μου χάρισες
δεν έχεις βάλει ούτε μια οξεία
μια βαρεία
μια περισπωμένη
Όμως γεμάτος τόνους
και πνεύματα
είναι ο έρωτας
και το κορμί σου
Και ένα ακόμη
Διαβάζοντας ένα βιβλίο
κάποιου πεθαμένου ποιητή
ανάμεσα στα μάτια μου και στη σελίδα
περιπλανιόταν η ψυχή του

Όποτε βρισκόμαστε είχα την εντύπωση πως τον στοίχειωναν οι πεζογράφοι που αγάπησε. Μνημόνευε συχνά: Ταχτσή, Καχτίτση, Χατζή, Ιωάννου, Κάσδαγλη, Λούλη, Χάκκα. Αλλά και ότι περιβαλλόταν από τον αέρα όλων των λαϊκών μελωδιών που μίλαγαν για μάγκες. Ίσως είναι και ο μόνος στον οποίο θα μπορούσα να αποδώσω αυτή την ιδιότητα: Έτσι τη μια στιγμή γινόταν ο εκείνος που πρόσεχε, την άλλη εσωστρεφής και λιγομίλητος, πάντοτε περήφανος και γενναιόδωρος. Ένας άντρας που συνόρευε με το «Μάγκα, που μπαίνεις στον ντεκέ, πρόσεξε όταν παίρνεις τζούρα», ανατολικά, με το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» δυτικά και με το «Έμαθα πως είσαι μάγκας» προς Νότον. 

Πίσω από τα ποιήματα και τα πεζά του υπάρχει μια ολόκληρη μυθολογία από επικίνδυνες μούσες, ο ίδιος τις χαρακτηρίζει έτσι: από τη Λεϊλά Αλ Χαλέντ, την διαβόητη αεροπειρατίνα, τέλη δεκαετίας του 60, και την Αμινά που γεννήθηκε μέσα στις μάχες της Χεζμπολάχ στο Λίβανο, μέχρι εκείνες που έζησαν τα πεδία των μαχών στo Παρίσι,τη Θεεσαλονίκη, τη Μυτιλήνη, την Κομοτηνή, το Βόλο ή τη Σύρο. Οι «επικίνδυνες μούσες»: πάει να πει εκείνες που μόλις σου φυτρώσει λιγάκι γούνα λιμάρουν τα νύχια τους και επανέρχονται. Συνήθως καταλήγουν παντρεμένες με επιχειρηματίες και πάμπλουτες. Δεν ξέρω τι είχε διακρίνει ακριβώς, αλλά από αυτές τις επικίνδυνες μούσες προσπαθούσε να με σώσει. «Είναι μεγάλες ιστορίες, μου έγραφε. Υπάρχουν πολλές και απειλητικές».
Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 2012
«ΑΝΤΕ ΝΙΚΟ
7 ΝΟΜΑ
Ποιητική συλλογή με το όνομά σου. Μην τρως όλα τα λεφτά σου με τις νυχτόβιες που φάγαν όλα τα λεφτά του Μποντλέρ. Όλα στο φως!
»

Από ένα μήνυμά του απομονώνω ένα στιγμιότυπο της καθημερινότητας που, χωρίς να το καταλάβει, το μετατρέπει σε ποίημα. Νομίζω πως αυτή ήταν η μεγάλη του ικανότητα: το ότι απομόνωνε ένα φαινομενικά καθημερινό και αδιάφορο γεγονός και του έδινε απρόσμενα μια ποιητική διάσταση. Σα να έγραφε διαρκώς ένα λαϊκό τραγούδι. Κάποιος είχε πει «πόση ποίηση κρύβει μέσα της η ζωή ακόμη και τις πιο πικρές στιγμές της». Ο ίδιος είχε επιλέξει τις πιο καθημερινές.
Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 2011, ώρα 2 το μεσημέρι

Σήμερα διέλυσα το σπίτι στη Χαλκίδα.
Όπου σπουδάζει ο γιος μου λογιστής.
Αλλά μετακομίζει στην Αθήνα.
Ωχ, με πονούν τα χέρια μου.
Εκεί έχουν τρομερούς σταθμούς
Το υπέροχο Ράδιο – Χαλκίδα
Είναι διακεκριμένοι μπουζουκόφιλοι.
Το τραγούδι, ίσως και το τσιγάρο, είναι
Η παρηγοριά των υπόδουλων Ελλήνων.
Δε φταίω εγώ για την αποτυχία της ποίησης. 

Βλέπω ξανά εκείνα τα μέηλ. Και προσέχω επίσης κάτι που τότε δε με παραξένευε: από τις αρχές του 2013 τουλάχιστον και έπειτα τα γράμματά του αρχίζουν και παρουσιάζουν ανορθογραφίες, τις οποίες δεν συνήθιζε. Άρχισε να γράφει με κεφαλαία. Μπέρδευε γράμματα και άφηνε λέξεις ανολοκλήρωτες, τις οποίες τις συμπλήρωνα κατά το δοκούν. Το απέδιδα στο ότι δεν ήξερε ίσως καλά από υπολογιστές και στο ότι εγώ δε γνώριζα τις συνθήκες τις επικοινωνίας: μήπως έγραφε από το κινητό και δεν τον βόλευε; Μήπως βιαζόταν; Μέχρι τη μέρα που σταμάτησαν τα γράμματα και επικοινωνούσαμε μόνο τηλεφωνικά διευθετώντας διαρκώς τις λεπτομέρειες μιας συνάντησης που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Μου φαίνεται ακόμη και τώρα τόσο ακατανόητο το ότι δεν είναι ανάμεσά μας ο Κώστας, που μόνο παραφράζοντας μια φράση του Μπέκετ, έτσι όπως τη θυμάμαι, μπορώ να κλείσω: «Λυπόμουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο που ο Κώστας δεν έγραφε και δεν τηλεφωνούσε, ώσπου κάποια στιγμή άρχισα να λυπάμαι επειδή έφυγε».