Το ξέρω πως της νοσταλγίας το χέρι
τα μάτια μου απόψε έχει τυφλώσει
και δεν βλέπω του χρόνου τις παγίδες.
Αυτά που έχασα κάποτε τα βρίσκω
στα μαγαζιά εκείνα, όπου τις νύχτες
πληθωρικές αηδόνες σε σπαράζουν
με τη λαλιά τους τη γλυκιά, τα σείστρα
κροταλίζοντας. Είναι η καρδιά μου
μέσα σε κείνα τα όργανα κλεισμένη,
μπουζούκια, μπαγλαμάδες, ούτια κι άλλα
κι αυτή στενάζει, κλαίει κι αυτή χτυπιέται
με το βαμμένο στόμα της αηδόνας.
Απόψε είναι μαζί μας η Αντιγόνη
απ' τα θηρία της μέρας σπαραγμένη,
ψάχνει να βρει τα μέλη της, ως τη βλέπεις
στη σιωπή βυθισμένη, ενώ τα δάχτυλά της
της δόξας δαφνόφυλλα μαδούνε.
Πού και πού κλειδωμένη στους καημούς της
μ' απόγνωση τα χέρια μάς απλώνει.
Ο Τσιτσάνης στο πάλκο κλαίει με πόνο
καθώς τον σφίγγουν ντέρτια της ψυχής του
και ξάφνου ως μια νεφέλη, στο ημίφως
υψώνεται και μάς ξάφνου ανυψώνει
πάνω απ' τον καταλύτη σπαραγμό μας.
Κρύσταλλο οι επιθυμίες πώς αστράφτουν
στης Δέσποινας τα μάτια ως την κρατούνε
Ηλέκτρες κι Ιφιγένειες απ' το χέρι!
Απόψε νοερά σέρνει μαζί τους
αλλοπαρμένη, το ένδοξο συρτάκι.
Ως ο Όμηρος, το πρόσωπο της νύχτας
μ' άγραφους στίχους, ο Γιάννης ξεσκεπάζει.
Πώς αγαπώ απόψε, πώς λατρεύω
τη συντροφιά μου αυτή! Νύχτα αηδόνα
στο φράχτη αυτό απόψε πώς στενάζεις!
Κρασί γλυκό, πού μ' έχεις οδηγήσει
και δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος είμαι;
Μέθη γλυκιά, καθόλου μην αφήσεις
το χέρι της ημέρας να μου βγάλει
τη μάσκα την ευφρόσυνη και δείξει
στο άγιο φως τη σκυθρωπή μορφή μου.