( Το ίδιο δωμάτιο. Νύκτα, σκοτάδι. Φωτισμός από λαμπάκι του καντηλιού και από την κολόνα του δρόμου. Στα κρεβάτια κάποιοι κοιμούνται. Μπαίνει ο Αργύρης μεθυσμένος, τραγουδά το "Φτωχόπαιδο" του Τσιτσάνη. Η γυναίκα ανακάθεται στο κρεβάτι και παρακολουθεί ανήσυχη. Ο Αργύρης φορά εργατική φόρμα.)
ΑΡΓΥΡΗΣ
"Φτωχόπαιδο με γνώρισες
κι από μικρός στην πιάτσα
παλεύω με τα μπράτσα
στα σίδερα, στα γράσα
κι όπου νυκτώσω
κι όπου νυκτώσω και βρεθώ"
(Στέκεται πάνω από το μπαουλοντίβανο και σηκώνει λίγο τα σκεπάσματα)
- Ξύπνιος είσαι ρε μόρτη;
(Κάθεται στο μπαουλοντίβανο και συνεχίζει το τραγούδι)
- Κι αν κάθε βράδυ ξενυκτώ
στη ρόδα, στο τιμόνι
μη μου παραπονιέσαι
και μην στενοχωριέσαι
που μένεις πάντα μοναχή
Σ' αυτήν τη δύσκολη ζωή
δε λείπουν τα στραπάτσα
γι' αυτό κι εγώ στην πιάτσα
παλεύω με τα μπράτσα
για σένα...για σένα
αγάπη μου γλυκιά"
(Ξεσπά σε κλάματα. Αρπάζει το παιδί και το φιλά στο κεφάλι κλαίγοντας)
-Κοίτα...κοίτα να μορφωθείς ρε μόρτη...
Να γίνεις άνθρωπος...να γίνεις άνθρωπος...
Εμείς...εμείς δεν είχαμε μυαλό...
ΓΥΝΑΙΚΑ
(Ανήσυχη)
-...Αργύρη..
ΑΡΓΥΡΗΣ
(Στη γυναίκα)
-...Σκασμός! (φιλώντας το παιδί στο κεφάλι)
Εμείς δεν είχαμε μυαλό, ρε μόρτη...Κοίτα, κοίτα να μορφωθείς...
(Δεν μπορεί να αρθρώσει τα λόγια του από το κλάμα)
-...Εμείς ...εμείς δεν είχαμε μυαλό...
(Τα φώτα χαμηλώνουν)