Statcounter

να μας φυλάει ο Θεός από τον λαϊκό που ξέπεσε στη δημοσιογραφία

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Δύο ζεϊμπέκικα, λίγες κουβέντες...


Μ’ αρέσουν κάποια λαϊκά, γιατί δεν το συζητάνε ούτε το κουράζουν. Γιατί δεν παλαντζάρουν. Αποφασίζουν, την ώρα ακριβώς που χορεύονται ή τραγουδιούνται, δεσμεύονται δημόσια, υπογράφουν στη θέση μας και γι’ αυτό τα διαλέγουμε αλλά και μας διαλέγουν. Όταν ακούς τον Καζαντζίδη στο «Γυρίζω απ’ τη νύχτα» το γυρίζω είναι ΓΥΡΙΖΩ με όλα κεφαλαία και με μία τελεία. Δεν είναι «γυρίζω, αλλά θα δούμε πόσο θα κάτσω», δεν είναι «γυρίζω, αν με θέλετε», δεν είναι «γυρίζω, αλλά μπορεί και να ξαναφύγω», πολύ περισσότερο δεν είναι «θα ήθελα να γυρίσω, αλλά δε βρίσκω το δρόμο». Είναι ένα «Γυρίζω –κι όποιος γουστάρει».
Στο «Εσύ πασά μου φάει και πιε», του Καλδάρα, ο Τσαουσάκης την αγαπάει από την ώρα που τη βλέπει: «μα την ώρα που σε είδα και σ’ αγάπησα». Το λαϊκό τραγούδι που “μετράει” δεν θέλει χρόνο να το σκεφτεί. Όχι λοιπόν «μα την ώρα που σε είδα και μου άρεσες», όχι «μα την ώρα που σε είδα αναρωτήθηκα αν ταιριάζουμε», όχι φυσικά και «μα την ώρα που σε είδα ήθελα να σου μιλήσω». Από την ώρα που τη βλέπεις την ξέρεις τη γυναίκα που αγαπάς, κι αν είσαι και μάγκας, την αρπάζεις από το χέρι, τη βγάζεις απ’ την παρέα της και φεύγετε, αλά Γιώργος στην Ευδοκία του Δαμιανού. Γιατί ρουφιάνοι είναι οι δίπλα.  Γιατί δεν μπορούν παρά να είναι παρατηρητές. Ο Άλλος όμως κοιτάζει τη ζωή του στα μάτια, δεν τα λέει μασημένα: «όσα κι αν σου πουν για μένα, έχω κάνει πιο πολλά». Επίσης ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ με όλα κεφαλαία. Ξανά η μία τελεία.
Η μία όψη είναι λοιπόν η απόφαση. Η άλλη είναι το ακαριαίο, το «τώρα» της απόφασης . Ο ενεστώτας του «γυρίζω από τη νύχτα» ή του «…και καθαρίζω εγώ για σε μ’ όλη την κοινωνία». Δε θα γυρίζω δέκα μέρες. Δε θα καθαρίζω για πάρτη σου αργότερα. Αυτή τη στιγμή, ρε, γυρίζω! Σήμερα καθαρίζω. Απόψε!
Το παρελθόν και το μέλλον, όπου υπάρχουν, υπάρχουν για να τελεσιδικήσει ένα παρόν, τόσο απόλυτο, τόσο απορριπτικό όσων έχουν προηγηθεί, τόσο αθώο από διδάγματα και εμπειρίες που προκαλεί την ακύρωσή του: όταν γινόμαστε νηφάλιοι ακροατές συνειδητοποιούμε ότι όποιος τους συχωρνάει όλους γυρίζει μεν σήμερα, αλλά αργά ή γρήγορα θα την ξαναπατήσει και θα ξαναφύγει. Γνωρίζουμε ακόμη ότι δεν άντεξαν πολλοί να καθαρίσουν μ’ όλη την κοινωνία. Άντε και ξεκινάνε να καθαρίσουν , πιο πιθανό είναι να φάνε τα μούτρα τους, να τους παρατήσει και η γυναίκα, μάλλον θα χρειαστεί να ξανακαθαρίσουν σε μια άλλη περίπτωση για κάποιο άλλο θηλυκό.
Στα λαϊκά τραγούδια που αγαπάω οι ήρωες μου δεν καταλήγουν πουθενά, όπως οι πρωταγωνιστές στα γουέστερν που ξεκινάνε στο φινάλε του έργου προς μια κατεύθυνση, χωρίς ποτέ να φτάνουν αλλά και χωρίς να βγαίνουν ποτέ από το οπτικό μας πεδίο. Αποφασίζουν βέβαια αμέσως, αν και υποπτεύομαι ότι μετά από λίγο καιρό, θα πέσουν στα ίδια λάθη, για να πάρουν, πάλι αμέσως, την ίδια ακριβώς απόφαση. Καταδικασμένοι να μιλάνε σε έναν κόσμο που αμφιταλαντεύεται, που μπερδεύεται, που τα χάνει και τα ξαναβρίσκει,του προσφέρουν ξημερώματα την αυταπάτη ότι είναι σε θέση να ξεδιαλύνει τα πράγματα πατώντας σίγουρα για τρία λεπτά σ’ ένα ζεϊμπέκικο. Μερικές φορές είναι η ξαφνική επίγνωση της κρυμμένης δύναμης, η πρωτόγνωρη βεβαιότητα του βίου που σημαίνει την έναρξη της βίας.




για τον Μίχο