Statcounter

να μας φυλάει ο Θεός από τον λαϊκό που ξέπεσε στη δημοσιογραφία

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Ήρθαμε να γλεντήσουμε...

Ο πελάτης απόψε έχει δίκιο, γι’ αυτό και μπορεί να παραγγείλει ό,τι γουστάρει χωρίς δισταγμούς. Η ορχήστρα είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει, χωρίς πολλές ερωτήσεις. Να καταλάβει μόνη της «τι πειράζει» και «τι δεν πειράζει». Κυρίως «γιατί δεν πειράζει». Επειδή, όταν είναι να φύγει το μαράζι, λέει ο στιχουργός, τα καίμε όλα, χωρίς να υπολογίζουμε. Εδώ ο Απόστολος Χατζηχρήστος ανταλλάσσει τη φωνή και τις σκέψεις των ακροατών του με τη δική του πενιά. Ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου, σε σημείο που κάθε φορά, όταν το ακούω, ακόμη και όταν ξέρω με απόλυτη ακρίβεια τους συντελεστές, πάντα διολισθαίνω στην αμφιβολία: μήπως αυτή τη φορά δεν είναι  οι μουσικοί αλλά οι θαμώνες που έχουν ανέβει στο πάλκο; Ο «Χατζηχρήστος» καταργεί την κουίντα ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία, διαλύοντας το πάνω και το κάτω, το μέσα - το δικό μας - και το έξω του κάθε μαγαζιού, έτσι ώστε τα πράγματα να γίνουν κάτι περισσότερο από ορατά: να γίνουν επικίνδυνα διαμπερή. Σαν τραύμα. Και ως τραύμα όλα τα ενδεχόμενα είναι μπροστά μας: η ελπίδα της ίασης αλλά και η προοπτική μιας απρόσμενης επιδείνωσης, μιας ανεπανόρθωτης ζημιάς. Ζόρικο ταξίμι για εισαγωγή ή υπνωτιστική επανάληψη μιας συγχορδίας, τα λόγια επιχειρούν να χαμογελάσουν, είναι η μουσική που τα κρατάει βαριά και συνοφρυωμένα. Μια προτροπή για διασκέδαση περικυκλωμένη απ’ όλα τα θλιμμένα ζεϊμπέκικα που αγαπήσαμε. «Ήρθαμε να γλεντήσουμε, γιατί μαραζώσαμε, αν και  ξέρουμε ότι το παράπονο θα μείνει, Χατζηχρήστο». Να είναι άραγε αυτή η κοινή γνώση που μοιράζεται ο συνθέτης και ο χορευτής; Το τραγούδι τελειώνει και η μόνη βεβαιότητα που παίρνουμε είναι ακριβώς εκείνη της κοινής γνώσης, του ότι «κάποιοι καταλαβαίνονται» δίχως να τα λένε όλα. Συνήθως δίχως να λένε τίποτα. Και κάτι ακόμη: το ότι «τραγουδάω» σημαίνει, να παραφράσουμε τον Μπλανσό, πως γίνομαι ο αντίλαλος αυτού που δεν μπορεί να σταματήσει να λυπάται. Μόνο που για να γίνω ο αντίλαλος πρέπει να επιβάλω στη λύπη του σιωπή. Δηλαδή να πείσω το παλικάρι στη γωνιά να χορέψει...
Στη φωτογραφία ένα χαρακτικό του Ν.Νικολαϊδη.