Τέτοιες μέρες, πριν από χρόνια, βρεθήκαμε σ' ένα υπόγειο μαγαζί. Ξημερώματα πήγαμε, άλλη μια αντροπαρέα μέσα, ο πρώτος τραγουδιστής είχε σχολάσει, ήταν στο πάλκο ο δεύτερος. Οι άλλοι, τρεις τον αριθμό, φίλοι του, τυχαίοι πελάτες, δεν ξέρω τι, είχανε νταλκαδιάσει, του φτιαχαν τσιγαράκι γεμιστό, μύριζε ο τόπος όλος, και του το προσφέρανε με το τασάκι στην πίστα. Και "έλα μεγάλε" και "τι σου έχουμε ρε μάγκα", πήγε έτσι το πράγμα μέχρι τις πέντε το πρωί. Οι ίδιοι πάντα μέσα. Κι όταν ακούστηκε από το δρόμο το σκουπιδιάρικο, γιατί πάντα νιώθεις αλήτης και περιθωριακός, την ώρα που ξαφνικά καταλαβαίνεις πως όσο ξενυχτούσες η πόλη σου κοιμότανε και τώρα αρχίζει να ξυπνάει, και είσαι με το κοστούμι στο δρόμο και σε κοιτάζουν οι εργάτες κι οι υπάλληλοι στα πρώτα λεωφορεία παραξενεμένοι, τότε γυρνάει ο κιθαρίστας και λέει του τραγουδιστή "έτσι όπως γίναμε, είμαστε όλοι για να μας πάρει η σκουπιδιάρα". Τσαντίστηκε αυτός, πέταξε μικρόφωνα και καλώδια και εξαφανίστηκε χωρίς άλλη κουβέντα. Κι άρχισε δειλά δειλά να παίζει ο μπουζουξής, να μην κρεμάσει το πρόγραμμα, "τα νιάτα τα μπερμπάντικα", λες και μοίραζε προς πάσα κατεύθυνση συχωροχάρτια.Τα μάτια μας πονούσαν απ' τον ήλιο, όταν βγήκαμε έξω, παραπατούσαμε, και μας κοιτάζανε παραξενεμένοι οι εργάτες κι οι υπάλληλοι απ' τα παράθυρα στα λεωφορεία, με κάτι από ζήλεια στο βλέμμα τους, χωρίς να φαντάζονται ότι εμείς περισσότερο τους ζηλεύαμε, γιατί δεν είχαμε καμία μοίρα στα πρωινά τους.