ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΝΥΧΤΑ
Ήπιες απόψε λόγια και φωνές
μοιάζαν με ουίσκι. Το σώμα
της παλιάς αηδόνας σού τραγούδησε
το πόσο πόνεσε και τώρα
άλλο δε γίνεται να τραγουδήσει.
Έτσι είναι. Στην κάτω νύχτα
όλα σωπαίνουνε.
Τα πίνει ο θόρυβος
που πίνει.
Λίγη φωνή
βγαίνει μονάχα το ξημέρωμα
κι ειν' η δική της
καθώς γλιστράει στο πάλκο της λεωφόρου
κι εκεί πρωτοσφυρίζει το τραγούδι της
μαρμαρωμένη κίτρινη της πάχνης
θεά αποτρόπαιη μουσική της μέρας.
ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ
Φίλε το ξέρω
πάντα σ' άρεσε
το σουξεδάκι αυτό
μαζί με το λαρύγγι του
και με το ντεκολτέ του.
Λοιπόν απόψε μες στο ουίσκι ο συνθεσάιζερ
λιώνει ολοστρόγγυλες τις φαντασίες
για να μη νιώσει ούτ' ένας τους
πως σε κρατάω στα χέρια μου
ό,τι έμεινε από σένα
ό,τι έθρεψε το σώμα σου κάτω απ' το χώμα
για να μη νιώσει η αηδόνα
πως σ' έχω κόψει φρέσκον το πρωί
κι ανάμεσα στ' ανύποπτα της πίστας
θα πετάξεις τώρα δίπλα της
να ρίξεις τις στροφούλες σου
νταλκαδιασμένο εσύ
τάφου λουλούδι.