Γυρίζαμε με το ματρακά, το φορτηγό το όπελ, μ' έπαιρνε κοντά λόγω που η μάνα μου θεοσχωρέστηνα, δεν ήθελε να με έχει έγνοια στα οικόπεδα με τις μπάλες και τα γειτονόπουλα... το θυμάμαι σαν τώρα, γυρίζαμε από τον Άη Θανάση στο Καρακούζι, α ρε Νίκο τί μου κάνεις, τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα είχε κλείσει κανένα παιχνίδι με γκόμενα... ποτέ δεν τραγουδούσε... όταν εγώ πήρα να θυμάμαι ήταν μέσα στο πένθος του αδελφού του... τριάντα δυο χρονώ παλικάρι από καλπάζουσα έλεγε... χορό δεν τους είδα μια φορά... ας είναι καλά ο Τζάμαρος κι η Λίτσα, κι από κοντά η Ελένη με τον Πατσή... έφτασαν και περίσεψαν... γυρίζαμε από το Καρακούζι, το δεξί χέρι χαλαρά στο τιμόνι, οι παλιοί οδηγοί είχαν τζόγο στα τιμόνια κι όλο κούναγαν το χέρι, το αριστερό έξω από το παράθυρο, η τρίτσα φορεμένη αλλά ψηλά, ανοιχτά τζάμια αέρας, κι άρχισε τη Μανταλένα... Έκανα θυμάμαι πως κοιτάω τη διαδρομή σαν από ντροπή μα αυτός απτόητος... έτσι έμαθα το φτωχικό τσαντήρι που βρέθηκε η Μανταλένα, και μιαν άλλη διάσταση του πατέρα μου... Όλα τα άλλα που θυμάμαι είναι ψαλμωδίες... Εφτά χρόνια γεμάτα, όσο έχω μνήμες δεν τον θυμάμαι να ξανατραγούδησε... Μόνο να ψέλνει το Μετά των Αγίων σε κηδείες... μάνα πατέρα πεθερά, αδέλφια, όλους τους έψαλε... τ' όνομά της όμως μου έμεινε: Μαριγούλα Μανταλένα. Από εκείνη τη μέρα...