Στην Άνω Σύρα το 1917, από ένα αψήλωμα μεγάλο και κατηφορικό, τον Περσινό, το αλητάκι της περιοχής κύλαγε ένα βράχο για παιχνίδι. Ο βράχος έπεσε στη στέγη ενός σπιτιού στην Πορτάρα, τη διέλυσε, οι γονείς του παιδιού φοβηθήκανε τα μπλεξίματα με την αστυνομία, κι έτσι το στείλανε άρον άρον λαθρεπιβάτη στον Πειραιά. Χρόνια μετά ο Ντίλαν τραγούδησε το «Like a rolling stone», οι «Rolling Stones» αποφασίζανε το όνομά τους, αλλά ο πρώτος που εξαιτίας ενός κυλιόμενου βράχου και μιας κουτσουκέλας δημιούργησε ένα ολόκληρο μουσικό σύμπαν είναι ακόμα ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Βέβαιος ότι το ροκ σήμερα φυτοζωεί αμβλυμένο από την υπερεκμετάλλευση των ιδιωτικών σταθμών και τον εκφυλισμό των επαναστατικών ιδεολογιών και πως το ρεμπέτικο λατρεύεται από αστούς ψυχαναγκαστικούς της φόρμας στο Κολωνάκι και την Κηφισιά άλλο δε θέλω πια εκτός από το να φωτογραφίζω (με ήθος Γιαπωνέζου τουρίστα τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης) στέγες που 'χουν καταρρεύσει στο νησί. Η γένεση κάθε τέχνης έχει μέσα της μια υποψία εγκλήματος: ένα παρ' ολίγον θύμα, που γλίτωσε συμπτωματικά ή κάποιον που δεν κόλλησε τελικά τη ρετσινιά του θύτη.
Το όνομά μου είναι Ιωάννης Μίγας. Είμαι βλάσφημος και νευρικός, μα εντάξει στις συναλλαγές μου και είναι δικοί μου οι δροσουλίτες στα ερείπια: ομάδες κυνηγημένων από την αστυνομία, ο ήχος των γκλομπ απάνω στις ασπίδες, εκείνος ο πιτσιρικάς νεκρός κι οι άλλοι απέξω απ΄ τα κάγκελα, μολότοφ, ξηλωμένες τσιμεντόπλακες, νεράτζια με ξυράφι, δακρυγόνα και ο "Ξανθός" που 'χε γεμίσει πρέζα και χάπια τα δωμάτια στην Εστία, και ο «’Οζυ» ένας καλόκαρδος τελειωμένος, και τα πρωτοσέλιδα, και κάποια Γιώτα που ένα βράδυ με περίμενε στα Blues στην Αλεξάνδρας και όσο μεγαλώνω απλώνει λύπη η απουσία της στις μέρες μου.
Έτσι προσκύνησα τον πίνακα του Γκρέκο προσθέτοντας στην αγιογραφία -ως είθισται για τους Αθηναίους -τον Μάρκο να παίζει μπουζουκάκι. Οι Συριανοί προς ώρας το αρνούνται. Κάψαμε με ήλιο και με τσίπουρο τόσες λέξεις. Χρόνια. Γαλήνεψε και η δική μου Μιντιλού, που 'ναι καιρό τώρα πεθαμένη και καπνίζει γκολουάζ κόκκινα.