Είναι πικρός ο θάνατος
μα είναι κι ησυχία
γιατί γλυτώνει το κορμί
απο την τυραννία
τραγουδάει με την αλλοτινή, σπασμένη της φωνή μια Εβραία
τραγουδίστρια, μπεκρού, στο αντικρινό καπηλιό.
Ένα σωρό απίθανοι τύποι έρχονται κάθε βράδυ ν' απαγκιάσουν
στη σκοτεινή παρηγοριά του τραγουδιού της-απ' αυτούς
που κουβεντιάζουνε για τους παλιούς, πεθαμένους φίλους τους
σα νάναι ακόμα εκεί και τους συντροφεύουν, και κάθε τόσο
χύνουν λίγο κρασί στο χώμα-σπονδή
στον ανεπίστρεπτο χρόνο. "Του λέει, λοιπόν, ο Ηλίας,
θ' αφήσεις ή όχι τη γυναίκα; Όχι, λέει ο άλλος. Τότε ο Ηλίας,
ξύπνιος, ήξερε τι μούτρο ήταν
του λέει: αν την αγαπάς, πάρτηνε, εγώ σου τη χαρίζω.
Ο άλλος κώλωσε. Την ήθελε για το κρεβάτι, βλέπεις,
όχι και για το τραπέζι, πάει πολύ. Έτσι ο Ηλίας την παντρεύτηκε, Θεός σχωρέσ' τον".
Κι ο Ηλίας, είκοσι χρόνια τώρα νεκρός,
ξαναζεί για λίγο τα βράδια μες στις ασήμαντες αιώνιες λέξεις.
Αυτήν την ώρα ακριβώς μπαίνει κι ο άνθρωπος με το μπουζούκι-
όλη τη μέρα κλαίει και χτυπάει το στήθος του κι ορκίζεται
ν' αλλάξει ζωή
μα όταν νυχτώσει και βαθύνει ο κόσμος κι ακουστούνε πάλι,
όλο θανάσιμη γοητεία, κείνες οι μακρινές φωνές (από πού έρχονται; )
σαν κάποιος να τον σπρώχνει απότομα, καθώς περνάει, μέσα
στο πρώτο καπηλιό
(πολλές φορές μάλιστα γύρισε να δει με τρόμο, ποιος τον είχε σπρώξει)
κι εκεί αρχίζει να πίνει και να παίζει μόνο για τον εαυτό του
ώρες ατέλειωτες, με τα μάτια θολά, κουλουριασμένος πάνω
στο μπουζούκι, σα να παλεύει
μ'έναν δαίμονα. "Μονάχα η Όλγα έστεκε καλά, ετούτη εδώ
η Οβραία κι Ασημίνα πίνουν, πίνουν
κι ύστερα κατουριόνται πάνω τους. Μια άλλη, η Βαρβάρα
ντε, η κόρη της Φαναριώταινας
αυτή άμα έπινε, της πέφταν και τα παντελόνια της,
πάρε ύστερα, Γιάννη, το σφουγγαρόπανο" (βοηθούσε
τον κάπελα για λίγο κρασί).
Οι καπνοί, το λιγοστό φως, η καταχνιά απ' το τηγανισμένο
λάδι
κι η διάχυτη, προαιώνια μέθη δίνουν στα πρόσωπα μιαν όψη
φανταστική, απόμακρη,
σα να γίνονται σ' έναν άλλο κόσμο οι χειρονομίες
και φτάνει μέχρι εδώ η μακρινή τους ανάμνηση
κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμμιά φορά
τα πιο αληθινά πράγματα
αχ, μάνα όταν με γέννησες
δε μ' έκανες μια πέτρα
και τώρα που μεγάλωσα
τα βάσανά μου μέτρα.
Και η φωνή της είναι σαν τη νύχτα, όταν βαδίζεις έρημος
κι έρχεται να σε συναντήσει μοναχά η παγωνιά του αναπότρεπτου
φθινόπωρου
και τα φώτα σημαδεύουν το μάκρος ενός δρόμου
άγνωστου. Και κανείς δε σε περιμένει. Και δεν περιμένεις τίποτα.