Στον Θανάση Δημούλη
Αν μπορείς να μας βοηθήσεις Θεέ μου,
βοήθησέ μας τώρα.Τώρα που ψάχνουμε
το Ι.Χ. και δεν το βρίσκουμε: τώρα,
που η μερική απώλεια της μνήμης,
έχει το ακριβές της αντίτιμο: το αγοραίο
κόμιστρο με διπλή ταρίφα. Μισή ώρα,
τριγυρίζουμε μέσα στους γνώριμους δρόμους,
έξω από το κεντρικό σκυλάδικο
και δεν το αναγνωρίζουμε. Οι εκκωφαντικές
μουσικές, τα γηγενή κι ελληνοπρεπή
κορίτσια πρόθυμα και χαμογελαστά,
να εκστασιάζονται με τα μεταφυσικά μας
αποφθέγματα: μην ευλογείς το Μπλακ Λέϊμπελ,
γιατί η νύχτα είναι μικρή και η ζωή
αφόρητα μεγάλη. Αρκεί το ποτήρι
να είναι γεμάτο, να ζευγαρώνει η φιάλη
στο τραπέζι μας, μην είναι οι πότες
αθλητές, μην είναι ταυρομάχοι; Αγαπάς τη Λάρισα
όταν βρέχει, όταν φεύγεις απ' το μπαρ
και κανείς δεν μπορεί να σε κατηγορήσει
πως κατούρησες τα μπατζάκια σου,
άσχετα αν δεν θυμάσαι πού έχεις παρκάρει.
Αν μπορείς να μας βοηθήσεις Θεέ μου,
μην το κάνεις. Ούτε κραυγές, ούτε θρήνοι,
ούτε δάκρυα, στερέψαμε πια,
μόνον ο άνεμος φυσάει τα δύο τελευταία
εικοσιτετράωρα, κι εμείς φυσάμε
την πρωϊνή μας κρεατόσουπα:
ο γάμος χρειάζεται τουλάχιστον
την επανάληψή του και μόνον τους άγαμους
να μη λυπάσαι. Άλτες του τριπλούν,
οι πότες κάθε βράδυ, φίλοι εξ αγχιστείας,
οι δυο-τρεις που ταίριαξαν τα χνώτα τους
και συνεχίζουν μόνοι τους αυτοί,
απ' την υπόλοιπη παρέα γιατί επιμένουν
μόνον όσοι έχασαν τη μνήμη τους,
τις κατάλληλες ευκαιρίες, τη γυναίκα
της ζωής τους, τον μεγάλο έρωτα,
όλοι όσοι έχασαν κάποτε τα μυαλά τους
και ενίοτε την ψυχή τους, μακάριοι
άνθρωποι κι ευτυχισμένοι που έτυχε
να έχουν κάτι για να το χάσουν.
Όταν πεθαίνει ένας άντρας, γεννιέται
ένα γουρούνι, κι όλοι εμείς, τα υπέροχα θύματα
γρυλίζουμε απ' το απέναντι τραπέζι σου,
Κίρκη των πολλαπλών εναγκαλισμών
των ευτελών εκμυστηρεύσεων
και των ευγενών προκλήσεων,
αβίαστα σε θυμόμαστε, και σε μνημονεύουμε
μεσ' από τα ψέμματά σου. Χάρισες
στον καθένα μας την ψευδαίσθηση
που ζητούσε, το χάδι που αποζητούσε,
τη λέξη που περίμενε σαν βότανο
για να γλυκάνει τις μεταφυσικές του αγωνίες,
το συγκεκριμένο του παραμύθι.
Μόνη σου απολαμβάνεις τον πατσά.
Αν δεν μπορείς να μας βοηθήσεις Θεέ μου,
δεν πειράζει: τα καταφέραμε
κι απόψε να δούμε την αυγή όρθιοι
πανέτοιμοι για το τελευταίο μας άλμα:
μεσ' απ' την ομίχλη θα μπουκάρουμε
στο Κάπο Βέρντε, στο Ρεσίφε
στην κοντινή μας Λισσαβόνα, να σμίξουμε
με τις θεσπέσιες μουσικές, της Τιτίνας,
της Καισαρείας Έβορα ή του Αγκοστίνο
ντε Πίνα, γιατί η ακριβής μετάφραση
της λέξης saudade, στα ελληνικά
είναι ο άνθρωπος που χάνεται
από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Λάρισας,
μέσα στον Κάμπο,
μέσα στην πρωινή ομίχλη.