Συχνά του το τραγουδούσε ζητώντας απαντήσεις. Εκείνος έκανε τσιγάρο και ξαναρώταγε με κλειστά μάτια «Τι τις θες τις σπουδές; Έλα να ζήσουμε. Θέλω ν' αράξω με σένα.» Εκείνη άκουγε τα τρένα να περνούν κάτω απ' την αερογέφυρα και κοίταζε αλλού. Μια μέρα του είπε «Θέλω να περπατήσω. Κι αν είσαι ο καλύτερος θα γυρίσω. Αν το αξίζω, θα με περιμένεις. Αν όχι, όλα καλά καμωμένα.» Την είπε πουτάνα, με περισσότερες λέξεις. Κάθε καλοκαίρι που γύριζε, εκείνος ερχόταν και πετροβολούσε τη ροδιά τους. Έπαιρνε τα άγουρα ρόδια, τι τά 'θελε;
Πριν λίγες μέρες την πήραν να της πουν ότι πέθανε. Τους ειχε ζητήσει να της μηνύσουν: «γίνεται, μανίτσα μου, γίνεται.»
Σκέφτεται να μην πάει στον φρέσκο τάφο. Λέει να του πει ένα τραγούδι από μακρυά. Δίχως μουσική. Και δίχως κλάματα. Με πουτάνας βλέμμα στεγνό.
Το μαυρο το φουστανι μου
το περιφρονημενο
ειναι απο στοφα ατλαζιου
κι ας ειναι μπαλωμενο.
το περιφρονημενο
ειναι απο στοφα ατλαζιου
κι ας ειναι μπαλωμενο.
Το μαυρο το φουστανι μου
που σερνεται στο χωμα
θα το ακους σαν περπατω
κι απο μακρυα ακομα.
που σερνεται στο χωμα
θα το ακους σαν περπατω
κι απο μακρυα ακομα.
Το μαυρο το φουστανι μου
οταν κι εγω θα λειψω
μαζι μου θα το βαλουνε
μ αυτο θα καταληξω.
οταν κι εγω θα λειψω
μαζι μου θα το βαλουνε
μ αυτο θα καταληξω.
Το μαυρο το φουστανι μου
ντουνια παραπονιαρη
ολες τις πικρες που γεννας
ξερει να κουμανταρει.
ντουνια παραπονιαρη
ολες τις πικρες που γεννας
ξερει να κουμανταρει.