Σπύρο, το θέμα του αφιερώματος με έβγαλε προ ενός απρόσμενου αδιεξόδου: πώς
μιλάει κανείς για την ομορφιά χωρίς να το φιλοσοφήσει αλλά ούτε και να
το εκχυδαϊσει κατά τα τρέχοντα πρότυπα; Εμείς οι κοινοί θνητοί,
όμορφοι νιώθουμε κατά περιόδους στη ζωή μας, και αποκλειστικά μέσα από
τα μάτια των γυναικών που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν. Άλλωστε τις άλλες
συνήθως τις διαγράφουμε από τη μνήμη σχετικά γρήγορα. Ήταν όμορφες;
Σκεπτόμενος μια πιθανή απάντηση πάνω σ' αυτό το ερώτημα, αυθαίρετα,
συνεπώς και αναφαίρετα, διαπίστωσα πως στα λαϊκά τραγούδια η γυναίκα
περιγράφεται από τις λεπτομέρειες του σώματος και σπάνια συνολικά. Είναι
τα μαύρα μάτια, τα μαύρα φρύδια, τα κατσαρά μαύρα μαλλιά, το άσπρο
πρόσωπο και η ελιά στο μάγουλο που τραγουδάει ο Μάρκος, εκείνα που
κάνουν μια γυναίκα όμορφη. Δεν είναι η "όμορφη" ωστόσο που εμπνέει το
τραγούδι. Πιστός στην ίδια γραμμή ο Μανώλης Αγγελόπουλος εξυμνεί
αποκλειστικά κάποια, επίσης, μαύρα μάτια. Μια πόλη, τόσο γενική κι
αόριστη, ίσως μπορεί να είναι όμορφη, όπως η Θεσσαλονίκη, του Τσιτσάνη.
Μια γυναίκα όμως σχεδόν ποτέ. Μετωνυμικά πάμε στην ομορφιά ή με ένα
πλάνο ντιτέιγ που θα λεγαν οι σκηνοθέτες. Από μια λεπτομέρεια. Γι' αυτό
το λαϊκό τραγούδι είναι πάντα ερωτικό, γιατί βλέπει το υλικό απ' το
οποίο φτιάχνεται ο άνθρωπος κι η ομορφιά του: τα σημάδια του. Δεν βλέπει
τον άνθρωπο σαν άψυχο κάδρο που ψάχνεται για αγοραστή και για καριέρα. Βρίσκουμε όμορφες τις γυναίκες
από τα σημάδια που μας έδεσαν μαζί τους. Ή καταλαβαίνουμε πόσο όμορφες
υπήρξαν από τα σημάδια που άφησαν μέσα μας, εκ των υστέρων. Στο "Σκύλα
μ' έκανες και λιώνω" πάλι του Μάρκου, ένα τραγούδι αβάσταχτου πόνου και
μίσους μαζί, είμαστε σχεδόν σίγουροι πως η γυναίκα που παρουσιάζεται
ήταν το ίδιο όμορφη με τη Φραγκοσυριανή, παρ' ό,τι δεν είδαμε ποτέ ούτε
μία φωτογραφία της. Ωστόσο, όσο και να προσπαθώ να το αποφύγω, πέφτω
αναπόφευκτα στο διαδίκτυο σε πλήθος φωτογραφιών για πολλά like, ένα
τσούρμο αυτοθαυμαζόμενων νάρκισσων, με σχόλια επαινετικά όσον αφορά στο
κάλλος του φωτογραφιζόμενου, ενώ όλο και περισσότεροι βγάζουν φόρα
παρτίδα γκόμενους και γκόμενες σε αισθησιακές πόζες, διεκδικώντας όχι
μόνο το ποσοστό που τους αναλογεί στην ομορφιά, αλλά την πρωτοκαθεδρία-
καθρέφτη καθρεφτάκι μου πες μου ποια είναι η ομορφότερη. Από εκεί μέχρι
του σημείου να πεις, όπως έτυχε να ακούσω πρόσφατα σε μια κουβέντα,
"εντάξει, ρε παιδί μου,πώς κάνεις έτσι; Και καλή ζωγράφος να μην
είναι, είναι ωραία γκόμενα" η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Είναι μια
ειρωνεία της ιστορίας, και ως τετοια μια τιμωρία μαζί, ότι αυτό για το
οποίο κάποτε ο χώρος της "ποιότητας" κατηγορούσε τα σκυλάδικα, τώρα το
ζει ο χώρος της "ποιότητας". Με τη μόνη διαφορά πως στα σκυλάδικα η
τραγουδίστρια "από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα" δεν επεδίωξε ποτέ να
εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής. Βίζιτες προσπαθούσε να κάνει. Σήμερα
φοβάμαι πως τα όρια ανάμεσα στη βίζιτα και στα πολυπόθητα βραβεία
γίνονται όλο και περισσότερο δυσδιάκριτα. Λέω δηλαδή, πως η ομορφιά εν
τέλει,για να δικαιωθεί δε χρειάζεται να κραυγάζει, γιατί κινδυνεύει να
καταλήξει εκπόρνευση, με την ορολογία του Καστοριάδη. Να ένας λόγος
ακόμη εξαιτίας του οποίου επιστρέφουμε στις "λεπτομέρειες" των λαϊκών
τραγουδιών: όχι η ομορφιά, αλλά μια ελιά στο μάγουλο. Έτσι, που δεν
ξέρω τελικά αν το τραγούδι μας είναι αναγκαίο προκειμένου να μιλήσουμε
για τους έρωτές μας ή αν η κρυμμένη ομορφιά που επιμένουμε να
ανακαλύπτουμε γύρω ή δίπλα μας είναι απλώς μια πρόφαση, για να
συνεχίσουμε να αγαπάμε το ίδιο τραγούδι.
(κείμενο για το Μπαχαρ)
(κείμενο για το Μπαχαρ)