Την πρώτη φορά που μιλήσαμε, στεκόμαστε ώρα ο ένας απέναντι στον άλλο. Εκείνος στη μία άκρη του δρόμου, στην άλλη εγώ. Κόσμος λεφούσι ανάμεσά μας. Εκείνος με κοίταζε ευθεία, εγώ απέφευγα. Κάποτε μου έγνεψε, πήγα κοντά. "Δε μου λες, με ρώτησε. Σε ποια φυλακή κάναμε μαζί;" "Σε καμιά, απάντησα. Δε με ξέρεις. Εγώ σε ξέρω". Την τελευταία φορά, τώρα το συνειδητοποιώ, επαναλήφθηκε περίπου η ίδια σκηνή. Μόνο που ήδη κουβεντιάζαμε, όταν μου 'κανε σήμα να πλησιάσω περισσότερο, να πει κάτι χωρίς να ακουστεί. Πήγα ξανά πιο κοντά του. Ψιθύρισε: "Πρόσεχε. Έχει γεμίσει ο τόπος ρουφιάνους. Πρόσεχε!". Πετάχτηκε τότε ένας γραβατωμένος από το μαγαζί ακριβώς πίσω και μας πλησίασε με ένα τρόπο κραυγαλέα εγκάρδιο και φιλικό: "Τι γίνεσαι ρε Νικόλα; Πώς πας;". Αυτό το χαιρετισμό θυμάμαι, και πως είχε ανοίξει τα χέρια τάχα ότι θα τον αγκάλιαζε. Μ'έσπρωξε πίσω. Κατάλαβα πως είχε τελειώσει η κουβέντα, έκανα να φύγω. "Μην ξεχάσεις τι σου είπα, φώναξε. Παντού. Παντού είναι".