Statcounter

να μας φυλάει ο Θεός από τον λαϊκό που ξέπεσε στη δημοσιογραφία

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Ρεμπέτης, του Νίκου Περδίκη


Στράβωνε σαν τ’ άκουε. Γιά δεν ήξερε πώς το ‘λεγε ο άλλος. Σαν βρισιά; Κατάταξη παράνομου; Κατηγορία γαμπρού που 'τρέμαν οι μαννάδες τών καλών κοριτσιών;; Ή σα φρούτο εποχής, γιά τους τζιτζιφιόγκους, που ‘θελαν μούρη μαγκιάς; Δε τό 'ψαξε...Μα τ' άκουε συνεχώς καί δε τού καλάρεσε. Άσε πού τού ΄φερνε άσχημες μνήμες. Ήταν κείνα τα τραγούδια πού 'λεγε η Σμυρνιά νόνα του, στα Ταμπάχανα τών Πατρών, οπού βρέθηκε αποσταμένη απ' το κυνηγητό ολουνών. Με λόγια όλο παράπονο. Βουβός νταλκάς, που νοιαζότανε το δάκρυ της, μη στάξει καί προδοθεί. Καί πόνο τού 'φερνε, γιατί θυμότανε χωροφυλάκους, να μπουκάρουν στα στέκια, πού 'τρωγε το ψωμοτύρι, με μισές. Στην υπόγα. Νύχτες, που χωνόταν εκεί, ν’ απλώσει πεννιές απάνω στους ρόζους. Δυό-τρείς ώρες μετά το σκόλασμα καί δε χόρταινε μεράκι απ’ το σιγοντάρισμα. Κι έμπαινε στα ξαφνικά ο ΄Νωματάρχης με μπιστικούς:
-Ρεμπέτης είσαι, ρε; Γιά σήκω !
Πνιγόταν όταν τον έψαχναν γιά μαύρο. Πάντα στις τσέπες καί ποτέ στην καρδιά, οπού ΄χε την ποσότητα...
-Κουρασμένος είμαι, όργανο. Μεροκαματιάρης, π' ανασαίνει δω 'μέσα. Βλέπεις αλλού αέρα, να πάω εκεί;;.
Καί συμπλήρωνε, κοιτώντας με ήσυχη, μαυρομάτικη έκφραση:
-Άσε τα ζοριλίκια καί κάτσε να πιείς ένα κατρούτσο. Να γλυκάνεις τον άγγελό σου, απ' τη ντροπή του, ρε.
Αλλά μπα. Η μπατσαρία ήταν αλλουνού κόσμου διάβολοι. Τό 'λεγε κι ο πατέρας του, σα γύρναγε απ' την στενή, κάθε που τον μαζεύανε γιά εξακρίβωση. Έτσι λέγανε τα καρφιά, τότε, στο φέρετρο τής ζήσης τους. Νά 'ναι καλά, που ξόφλησε τη ζωή καί πήγε στη μάννα του. Βιαστικά. Τσακισμένος από αχ. Μέχρι καί στα τραγούδια του χωμένα. Τόσα πολλά τού βρέθηκαν... Πάλι καλά που δεν σκέβρωνε ο μπαγλαμάς, στο σιγόντο τής συγκίνησης... Τι θυμόταν !
-Κλαίς, πατέρα;;
-Όχι, γυιέ μου. Ο ταμπουράς σε μπερδεύει...
Ρεμπέτης;; Μπα. Θρησκευάμενος ήταν... Σ’ άγνωστον θεό που καταλάβαινε από αχ.
Αν ύπαρχε τέτοιος...