Σαν πάντρευε την αδελφή του κι ο κουνιάδος του
ήρθε να του βαστήξει το μαντήλι, μια ζυγιά.
Στον τόπο ο τσάμικος θηρία μοναχά κι οι δύο.
Σε μια στροφή απάνω, καθώς αργά αργά λυγίζανε
τα πόδια, του σπάει το μαντήλι και πέφτει καταγής.
Σβήσανε τα παιγνίδια, τον κοιτάει, σηκώνεται,
τραβάει το κουμπούρι στον τόπο ο άλλος.
Δεν κόβονται σ' όλους τα μαντήλια
Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια.