Πίσω ακριβώς μία παράγκα, κέντρον διασκέδασης «το τάδε», επαρχία, χέρι με χέρι το μικρόφωνο παραγγελιές να τραγουδάνε οι πελάτες καψουρεμένοι τη Ρωσίδα που τους ποτίζει μπόμπες, και μόλις ηρεμήσουν, τρίβει την πλάτη στην κολόνα, καρφώνει με το βλέμμα την ορχήστρα, λέει τόσο καυλιάρικα το «Απόψε φίλα με», που όλοι πιστεύουν ότι γράφτηκε για κείνη. Δίπλα μου ξεφτιλίζεται γυρνώντας τα τραπέζια, πριν από χρόνια ο βασιλιάς της νύχτας, τώρα απλώνει χέρι και παρακαλά άγνωστα τσογλανάκια «ρε μάγκες ένας ψύλλος μήπως βρίσκεται;». Ξέρει, στο τέλος θα ζητήσουν τα τραγούδια του, κι οι φάλτσοι που μετά τον αγκαλιάζουν πρώτοι θα σχολιάσουν «ο μαλάκας», θα τον καρφώσουν αμέσως μόλις φύγει, γιατί τους υποχρεώνει να σωπάσουν μπροστά σε όσες πληρώνουνε για να γαμήσουν. Αλλού ο τόπος που αληθεύουμε. Μυρίζει έξω η ζωή βρεμένο χώμα, πορτοκαλιές, αθώα ξημερώματα, μ’ αυτό το άσπρο απ’ το γάλα των μωρών, μα εδώ είναι πάρκινγκ κέντρου διασκεδάσεως, ένα τσιγάρο φτιαγμένο βιαστικά στ’ αμάξι την ώρα που μπαίνει η ασφάλεια στο στενό μ’ όλα τα φώτα στον ουρανό της αναμμένα, μόλις που προλαβαίνεις ν’ ακουστείς «Κάποιονα στενοχώρησα απόψε» και «δεν έπρεπε να τραγουδήσω» και «Άιντε να δούμε, κολλητέ, ποιος απ’ τους δυο μας ιδρώνει το φτηνό ουίσκι περισσότερο».