Παράτησε το σπίτι σχεδόν μόλις γεννήθηκε ο γιος του.Γύρισε κάποτε, το μωρό που είχε αφήσει στην κούνια έτρεχε πια, είπε στη γυναίκα του «δε μεγαλώνει σωστά μαζί σου ο μικρός».Τον πήρε,φύγανε και αρχίσανε να γυρίζουν μαζί τα κέντρα για δουλειά και να κοιμούνται σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας.Πέρασε ο καιρός, τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.Μια μέρα ήθελε να κάνει τσιγάρο.Λέει η παρέα του «θα σε πάμε εμείς στο νεκροταφείο, είναι ένας αλήτης που σου βρίσκει ό,τι θες». Περιμένανε, είδε να εμφανίζεται μπροστά ο γιος του, να του πουλήσει χασίσι. Έβαλε τα κλάματα τότε: «αυτός είναι ο αλήτης που μου λέγατε;». Εκείνος, ο "αλήτης", μετά από χρόνια ξεκαθάριζε μια και καλή: «εμείς,τα παιδιά των μεγάλων μπουζουξήδων, μεγαλώσαμε ορφανά. Όλα τα άλλα είναι ψέμματα».