Μου γινε ασήκωτη η ζωή στη θέση που μαι τώρα
Μέσα στη μαύρη μοναξιά δεν έχω καταφέρει
Να θυμηθώ πώς μ΄ άρπαξε η μοίρα από το χέρι
Σκέψη που μου γινε καϋμός μου τρώει το κεφάλι
Γιατί η τύχη ζωντανό στο μνήμα μ' έχει βάλει.
Μέσα σ' ένα κέντρο μια βραδυά που ο κόσμος εγλεντούσε
Οι πίκρες γίνηκαν θεριό μέσα μου και ξυπνούσε
Τα μάτια μου θαμπώσανε ο νους μου είχε θολώσει
Και το κέντρο σύννεφο η θλίψη είχε πλακώσει
Το σκέφτομαι σαν όνειρο με χάος και εφιάλτη
Πώς βρέθηκα σε σκοτεινό δύσκολο μονοπάτι
Συνήλθα και τα μάτια μου κι ο νους μου είχε θολώσει
Γιατί μια τέτοια συμφορά ποιος να τηνέ σηκώσει
Είχα πάει να ξεχάσω και πιάστηκα στα δίχτυα
Της τρέλας και της συμφοράς που κλεισα κι άλλα σπίτια
Σαν αγρίμι φοβισμένο και σαν άνθρωπος με τύψη
Εζητούσα να πεθάνω για να μη με τρώει η θλίψη
Κι όμως δεν ήτανε γραφτό μια έξω να τελειώσω
Έπρεπε κι άλλο ασήκωτο φορτίο για να σηκώσω
Μες τους γύψους διπλωμένος και η κατακραυγή του κόσμου
Φονιάς είχα γίνει το φτωχό παιδί του δρόμου
Που οι φυλακές με θρέψαν και γυρνούσα εδώ κι εκεί
Ως φαίνεται σε μένα η μάνα μου δεν μ' έδωσε ευχή
Και τώρα μελλοθάνατος στο χάρο έχω καρτέρι
Να δω η μοίρα μου η σκληρή τι άλλο θα μου φέρει
Δοκιμασίες πέρασα κι αγώνα έχω κάνει
Που αν ήμουνα σε πόλεμο θα φόραγα στεφάνι
Θυσίας δόξας και τιμής που το φορέσαν κι άλλοι
Κι από μικροί βρεθήκανε απότομα μεγάλοι
Ποια δύναμη μπαμπέσικια της τύχης μας ζυγώνει
Κι άλλος περνάει όμορφα κι άλλος μαραζώνει
Μικρός αλυσοδέθηκα στης απονιάς τον γάντζο
Κι η ζωή μου γίνηκε πόνος σωστό ρομάντζο
Μέσα στο μαύρο μου κελί οι πίκρες φτερουγίζουν