Κατευθυνόμαστε προς το κέντρο. Αφόρητη κίνηση γιατί οι άλλοι είχανε βάλει τις κλούβες κάθετα κι έκλειναν τους δρόμους απ΄το Μουσείο και μετά. Ψιχάλιζε ή κάπως έτσι...Το ραδιόφωνο ανοιχτό, έπαιζε μονότονα τραγούδια, πλαστικά, μία κλισέ μελαγχολία περιφέροντας. Και ξαφνικά, ξένο τελείως απ' το υπόλοιπο πρόγραμμα, δεν ξέρω από την έμπνευση ή την απόγνωση ποιου ηχολήπτη, φάνηκε το τραγούδι του Μάρκου "όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ' αγαπούνε", ανάλαφρο σαν φτερά αγγέλου ή σαν ανθοδέσμη στην αγκαλιά νεκρού παιδιού που μοιάζει, έτσι όπως κοιμάται ακίνητο, με πίνακα ζωγραφικής, κι όμως την ίδια στιγμή λυτρωτικό σαν αεράκι το καλοκαίρι, σαν πατρίδα που χάσαμε και ξαναβρίσκουμε συμπτωματικά για τρία ευλογημένα λεπτά, έναν αόρατο δρόμο ανοίγοντας ανάμεσα στις κλούβες, τους άστεγους, στα μαγαζιά με την επιγραφή "κλειστόν", τη γριά που έψαχνε μες στα σκουπίδια, τριών λεπτών σιγή για τη φωνή του Μάρκου η πατρίδα μου, κανείς δε μίλαγε, κανείς δεν ακουγόταν, ένα υπέροχο σλόου μόσιον χασάπικο, και μόνο προς το τέλος συμφωνήσαμε ότι "α, ναι, τα δάκρυα είν' από τα χημικά", αλλά και πάλι, πρώτη φορά, τίποτα δεν κάναμε για να προφυλαχτούμε...